Οι άνθρωποι που έζησαν σε ζώνη πολεμικών συγκρούσεων αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφράγματος, εγκεφαλικού και διαβήτη, ακόμη και χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, σύμφωνα με μία νέα βρετανική επιστημονική μελέτη, την πιο ολοκληρωμένη μέχρι σήμερα πάνω στις καρδιαγγειακές και μεταβολικές επιπτώσεις των πολέμων.
Οι ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Imperial College και της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο καρδιολογικό περιοδικό «Heart», επαναξιολόγησαν τα δεδομένα από 65 έρευνες που αφορούσαν 23 ένοπλες συγκρούσεις (στη Συρία, στο Λίβανο, στη Βοσνία, στην Κροατία, στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη, στην Κολομβία, στο Σουδάν και άλλες χώρες).
Επιβεβαιώθηκε ότι οι πολεμικές συγκρούσεις σχετίζονται με μία πλειάδα αρνητικών επιπτώσεων για την υγεία των αμάχων, όπως αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση στεφανιαίας νόσου, εγκεφαλικού, διαβήτη, υπέρτασης, υψηλής χοληστερίνης, κατάχρησης αλκοόλ, καπνού κ.ά.
Δύο είναι οι κύριες αιτίες γι’ αυτό πέρα από τις άμεσες επιπτώσεις των πολέμων (τραυματισμοί από όπλα, λοιμώδεις ασθένειες, υποσιτισμός κλπ.): Αφενός, οι άμαχοι αντιμετωπίζουν έμμεσους κινδύνους για την υγεία τους σε βάθος χρόνου, λόγω της διάλυσης του συστήματος παροχής υπηρεσιών υγείας στις εμπόλεμες περιοχές και της έλλειψης φαρμάκων όπως οι στατίνες. Αφετέρου, ο πόλεμος αυξάνει το άγχος και το στρες των αμάχων, πράγμα που οδηγεί σε υπέρταση και σε άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου (μεγαλύτερη κατανάλωση αλκοόλ, περισσότερο κάπνισμα, έλλειψη άσκησης, χειρότερη διατροφή κ.ά.).
Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ